κατιόν, το [πλ. τα κατιόντα]
cation
Ερμηνεία:
Θετικά φορτισμένο ιόν, το οποίο έλκεται προς την κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση. Κατιόν μπορεί να είναι οποιοδήποτε άτομο ή ομάδα ατόμων, τα οποία έχουν θετικό φορτίο.
Ετυμολογία:
Ουδέτερο της μετοχής του Αρχαίου ρήματος κατειμι [κατέρχομαι]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Χημεία:
|